Εὐβοικοῦ

Εὐβοικοῦ
Εὐβοϊκοῦ , Εὐβοικός
as
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Αττική — I Ιστορική, διοικητική και γεωγραφική περιοχή (3.808 τ. χλμ., 3.761.810 κάτ.), το νοτιοανατολικό άκρο της Στερεάς Ελλάδας, από την οποία τη χωρίζουν ο Κιθαιρώνας (1.409 μ.) και η Πάρνηθα (1.413 μ.). Από τη γραμμή αυτή των δύο βουνών (μήκους 40… …   Dictionary of Greek

  • Εύβοια — I Νησί (3.658 τ. χλμ., 209.130 κάτ.) που απλώνεται με νοτιοανατολική κατεύθυνση κατά μήκος της βορειοανατολικής ακτής της Στερεάς Ελλάδας. Είναι το δεύτερο σε μέγεθος νησί της Ελλάδας μετά την Κρήτη. Στα Β του νησιού οι δίαυλοι του Τρίκερι και… …   Dictionary of Greek

  • Δαμία — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 380 μ., 82 κάτ.) στην πρώην επαρχία Χαλκίδος του νομού Ευβοίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, προς το άκρο του βόρειου Ευβοϊκού κόλπου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ελυμνίων. * * * Δαμία και Δαμοία, η (Α) …   Dictionary of Greek

  • Λοκρίδα — Ονομασία δύο περιοχών της Στερεάς Ελλάδας κατά την αρχαιότητα, που χωρίζονταν από τη Δωρίδα και τη Φωκίδα. Η ανατολική περιοχή ονομαζόταν Oπουντία Λ. και η δυτική Εσπερία Λ. Η πρώτη άρχιζε από το όρος Πτώο, Α της λίμνης Κωπαΐδας, και έφτανε μέχρι …   Dictionary of Greek

  • κάλαμος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του ποταμού Μαιάνδρου και φίλος μίας των Ωρών και του Καρπού, γιου του Ζέφυρου. Όταν κάποια μέρα, ενώ κολυμπούσαν και οι τρεις στα νερά του Μαιάνδρου, ο Καρπός πνίγηκε, ο Κ. ζήτησε από τον πατέρα του vα ακολουθήσει …   Dictionary of Greek

  • παραλία — I Το παραλιακό τμήμα της αρχαίας Αττικής και ιδιαίτερα εκείνο από το ακρωτήριο του Ζωστήρα ή των Αλών Αιξωνίδων μέχρι το ακρωτήριο του Σουνίου και από εκεί ως τη Βραυρώνα. Λέγεται Πάραλος γη. II Όνομα εννιά οικισμών. 1. Mεγάλος παράλιος οικισμός… …   Dictionary of Greek

  • παρθενόπη — I Μικρό νησί του Νότιου Ευβοϊκού κόλπου, κοντά στον Μαραθώνα της Αττικής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο του Μαραθώνα. II Πρόσωπο της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, μία από τις Σειρήνες. Από την απελπισία της, επειδή ο Οδυσσέας κατόρθωσε να… …   Dictionary of Greek

  • σεισμός — Κατάσταση σφοδρής και ταχύτατης δόνησης μεγάλων ή μικρών τμημάτων του φλοιού της Γης, που προέρχεται από ενδογενή αίτια. Όταν σε μια ζώνη του εσωτερικού της Γης συμβεί μια απρόβλεπτη διατάραξη της ισοστατικής ισορροπίας των μαζών, με σύγχρονη… …   Dictionary of Greek

  • φονιάς — Ονομασία 2 μικρών νησιών. 1. Νησί του Κορινθιακού κόλπου, μπροστά στο δυτικό στόμιο του κόλπου της Δομβραίνας. 2. Νησί του νότιου Ευβοϊκού, το οποίο ανήκει στη νησιώτικη συστάδα που βρίσκεται μπροστά στον όρμο των Στύρων και κοντά στο ακρωτήριο… …   Dictionary of Greek

  • Αγία Μαρίνα — I Τοπωνύμια στον ελλαδικό χώρο. 1. To λιμάνι της Λέρου στο Ν τμήμα του όρμου της Άλινδας. 2. Όρμος και ακρωτήριο στην Αττική απέναντι στα μικρά νησιά Στύρα και Καβαλιανή του νότιου Ευβοϊκού. 3. Όρμος και ακρωτήριο στην Αίγινα. 4. Όρμος και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”